- επιφόρημα
- ἐπιφόρημα, τὸ (A) [επιφορώ]1. στον πληθ. τὰ ἐπιφορήματαπρόσθετα φαγητά μετά το δείπνο («σίτοισι δὲ ὀλίγοισι χρέονται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῑσι», Ηρόδ.)2. προσφορά πάνω στον τάφο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιφόρημα — dishes served up besides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορήμασι — ἐπιφόρημα dishes served up besides neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορήμασιν — ἐπιφόρημα dishes served up besides neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορήματα — ἐπιφόρημα dishes served up besides neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)